- ἐπιτήδειον
- ἐπιτήδειοςmade for an endmasc acc sgἐπιτήδειοςmade for an endneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подобьныи — (912) пр. 1.Подобный, похожий: клевештаи къ тебѣ на дрѹга своѥго. подобьнь ѥсть закалающѫѹмѹ брата своѥго. Изб 1076, 98 об.; ѡслаби мало. приимиже паче инѣмь подобьно хожениѥ. ѥго съ пользьныимь строиноѥ. (ὁμοίαν) ЖФСт к. XII, 158; трѧпеза бо… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
AMBLADA — urbs Pisidiae. Steph. Straboni l. 12. Α῎μβλαδα. Inde vinum Ambladense eidem Straboni quod ibi πρὸς δαῖτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειον vocat … Hofmann J. Lexicon universale
HYSGINUS — Graece ὕσγινος, Hebr. thachas, Chald. Sasgona, coloris genus, quo pelles, quibus Tabernaculum operiebatur, Exod. c. 25. v. 5. et c. 35. v. 23. erant spectabiles. Sic Num. c. 4. v. 8, 10, 11, 13, et 14. super arcam et mensam et candelabrum, et… … Hofmann J. Lexicon universale
UNGUENTUM — pro vario usu multiplex est. Auctor est Athenaeus, priscos Graecos adeo eorum fuisse studioso, ut expioratum habuerint, ecquod Unguentum cuique membro esset accommodatum, Dipnosophist. l. 15. Ο῞τι δὶα σπουδῆς ἦν τοῖς παλαιοτέροις ἡ τῶν μύρων… … Hofmann J. Lexicon universale
VANNUS — an quod vana, id est, levia volant: an a βἀλλειν i. e. iactatione, in sacris olim Bacchi adhibita, mystice denotabat, ut Vannô repugatur triticum ab aceribus ac retrimentis, ita Iacchi sacris mundari animam ab omni crimine anteacto. Unde Virg. l … Hofmann J. Lexicon universale
ενιππάζομαι — ἐνιππάζομαι (Α) [ιππάζομαι] ενιππεύω («ἐπιτήδειον ἐνιππάσασθαι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… … Dictionary of Greek
περίποτος — ον, Α (κυρίως χρησιμοποιείται ως ερμηνεία τού δέπας ἀμφικύπελλον) (για ποτήρι ή κύπελλο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να πιει και από τις δύο πλευρές του («ἄλλοι δὲ τὴν ἀμφὶ ἀντὶ τῆς περὶ εἶναί φασι, ἵν ᾖ περίποτον, τὸ πανταχόθεν πίνειν… … Dictionary of Greek
προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… … Dictionary of Greek
Αλιούσσα — Μικρό νησί στον Αργολικό κόλπο που αναφέρεται και από τον Παυσανία: «Από δε Σκυλλαίου πλέοντι ως επί την πόλιν άκρατε εστίν ετέρα Βουκεφάλα και μετά την άκραν νήσοι, πρώτη μεν Αλιούσσα· παρέχεται δε αύτη λιμένα ενορμίσασθαι ναυσίν επιτήδειον·… … Dictionary of Greek